μεσκίνης

μεσκίνης
ο
(λ. ιταλ.), ο άθλιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσκίνης — και μισκίνης, ο άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino] …   Dictionary of Greek

  • μισκίνης — ο (Μ μισκίνης) δύστυχος, κακομοίρης, κακότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino (βλ. μεσκίνης) < τουρκ. miskin] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”